ὁμαλύνω — ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring aor subj act 1st sg ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring pres subj act 1st sg ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring pres ind act 1st sg ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλύνω — ομάλυνα, ομαλύνθηκα, κάνω κάτι ομαλό, λείο, επίπεδο, εξομαλύνω, ισιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμαλυνθεισῶν — ὁμαλύνω bring aor part pass fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλυνθῆναι — ὁμαλύνω bring aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλυνθέντος — ὁμαλύνω bring aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλῦναι — ὁμαλύνω bring aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλύνει — ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω bring aor subj act 3rd sg (epic) ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω bring pres ind mp 2nd sg ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω bring pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομαλύνω — Α [ὁμαλύνω] ομαλύνω, καθιστώ προηγουμένως κάτι ομαλότερο … Dictionary of Greek
ὁμαλύνεται — ὁμαλύ̱νεται , ὁμαλύνω bring aor subj mid 3rd sg (epic) ὁμαλύ̱νεται , ὁμαλύνω bring pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίξοος — η, ο (Α ἀντίξοος, οον κ. ἀντίξους, ουν) ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός νεοελλ. φρ. «αντίξοες περιστάσεις» δυσκολίες, αναποδιές αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον η αντίθετη πλευρά 2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… … Dictionary of Greek